εὐπρεπεῖς

εὐπρεπεῖς
εὐπρεπέω
to be seemly
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
εὐπρεπής
well-looking
masc/fem acc pl
εὐπρεπής
well-looking
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • благолѣпьныи — (16) пр. Благообразный, красивый: бѣ же ˫ако же рекохъ. бл҃голѣпно. кроугло имѣ˫а личе. ПрЛ XIII, 118г; бл҃голѣ||пны˫а же лице(м) д҃шею же и зѣло злообразны˫а отроковица (εὐπρεπεῖς) ЖВИ XIV XV, 109а б; отрочище же се бл҃голѣпно. Пал 1406, 178б;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”